καρδινάλιο

καρδινάλιο
kardinal

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιδέραιο — Κόσμημα που περιβάλλει τον λαιμό, κατασκευασμένο από μικρά στοιχεία ενωμένα μεταξύ τους. Το π., γνωστό από την εποχή του λίθου, είχε εκτός από τη διακοσμητική σημασία του και αξία φυλαχτού. Το πρωτόγονο π. κατασκευαζόταν από φυσικά στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης-Παύλος — (Johannis Paulus). Όνομα δύο παπών της Ρώμης. 1. Ι. Π. Α’ (Albino Luciani, 1912 – 1978). Πάπας της Ρώμης (1978). Ήταν βενετικής καταγωγής και προερχόταν από οικογένεια εργατών. Σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο της Ρώμης …   Dictionary of Greek

  • Κορνέιγ, Πιερ — (Pierre Corneille, Ρουέν 1606 – Παρίσι 1684). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Αρχικά σπούδασε σε ένα σχολείο ιησουιτών. Αργότερα ακολούθησε τη νομική επιστήμη, έγινε δικηγόρος και διορίστηκε σε μια δημόσια θέση, στη γενέτειρά του, όπου εργάστηκε για …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Μπαρμπερίνι — (Barberini). Επώνυμο ιστορικής ιταλική οικογένεια από τη Φλωρεντία, μέλη της οποίας πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και θρησκευτική κίνηση του 17ου αι. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Αντόνιο M., που πέθανε το 1571 στη Φλωρεντία.… …   Dictionary of Greek

  • Μποργκέζε — (Borghese). Οικογένεια Ιταλών ευγενών που καταγόταν από τη Σιένα. Εγκαταστάθηκε στη Ρώμη και όφειλε την επιτυχία και τα πλούτη της στον καρδινάλιο Καμίλο Μ., που έγινε πάπας με το όνομα Παύλος E’ (1605 21), και διόρισε τον ανιψιό του Φραντσέσκο… …   Dictionary of Greek

  • Πουσέν, Νικολά — (Poussin, Λεζ Αντελί 1594 – Ρώμη 1665). Γάλλος ζωγράφος. Από πολύ νεαρή ηλικία ασχολήθηκε με τη ζωγραφική, πρώτα στο χωριό του με δάσκαλο τον Κεντέν Βαρέν, ύστερα στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε το 1612 και μαθήτευσε κοντά στον Φερντινάν Ελ και… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • Αβινιόν — (Avignon).Πόλη (88.000 κάτ. τo 1999) της νότιας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Βοκλίζ, στην αριστερή όχθη του Ροδανού. Η ιδιαίτερη σημασία που κατέχει στην ιστορία ως έδρα των παπών και η γεωγραφική της θέση την κατέστησαν σημείο συνάντησης των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”